παρεπιδημία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παρεπιδημία < αρχαία ελληνική παρεπιδημία
Ουσιαστικό επεξεργασία
παρεπιδημία θηλυκό
- (λόγιο) η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παρεπιδημώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
παρεπιδημία
|
παρεπιδημία θηλυκό
|