παραρίχνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
παραρίχνω
- ρίχνω περισσότερο (μεγαλύτερη ποσότητα) απ’ ό,τι πρέπει
- (σπάνιο) ανταγωνίζομαι με κάποιον στη ρίψη ακοντίου, λιθαριού κ.λπ.
Μεταφράσεις επεξεργασία
παραρίχνω
|