παραμάσχαλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παραμάσχαλα < παραμάσκαλα με λόγια επίδραση [sk] > [sx].[1] Μορφολογικά αναλύεται σε παρα- + μασχάλ(η) + -α
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.ɾaˈma.sxa.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐μά‐σχα‐λα
Επίρρημα
επεξεργασίαπαραμάσχαλα
- (κυριολεκτικά) στη μασχάλη, στο χώρο που βρίσκεται κάτω από τη μασχάλη
- (κατ’ επέκταση) στα χέρια, στον ώμο
- ※ ...πήγαν στο αμπέλι με τα κοφίνια παραμάσχαλα να τρυγήσουν σταφύλια...
- * εφημερίδα Ελευθεροτυπία, Παιδείας ανάγνωσμα, 3/7/2013
- ※ Συνήθως η μοναδική συντροφιά του είναι το νέφος, η κίνηση και οι τουρίστες με τις φωτογραφικές μηχανές παραμάσχαλα.
- * εφημερίδα Το Βήμα, Λαός χωρίς φωνή, η δικαίωση των δικτατόρων, 22/07/2010
- ※ ...πήγαν στο αμπέλι με τα κοφίνια παραμάσχαλα να τρυγήσουν σταφύλια...
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κάτω από τη μασχάλη (μονολεκτικά)
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ παραμάσχαλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ παραμάσχαλα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)