Ετυμολογία

επεξεργασία
παραμάσκαλα < παραμάσχαλα με λόγιο επίδραση τροπή [sx] > [sk].[1] Μορφολογικά αναλύεται σε παρα- + μασκάλ(η) +

  Επίρρημα

επεξεργασία

παραμάσκαλα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία