Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραλιακά < παραλιακός

  Επίρρημα επεξεργασία

παραλιακά

  1. κοντά στη θάλασσα, παράλληλα προς την ακτή
    βαδίζαμε παραλιακά θαυμάζοντας το ηλιοβασίλεμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

παραλιακά