παράπλευρη απώλεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παράπλευρη απώλεια < παράπλευρη + απώλεια ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική collateral damage)
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαπαράπλευρη απώλεια θηλυκό
- (στρατιωτικός όρος) ακούσιες και απροσχεδίαστες αλλά επιβλαβείς συνέπειες ή ανθρώπινες απώλειες που οφείλονται σε στρατιωτικές επιχειρήσεις ή εμπλοκές
- (κατ’ επέκταση) ακούσιες και απροσχεδίαστες αλλά επιβλαβείς συνέπειες ή ανθρώπινες απώλειες που οφείλονται σε διάφορους άλλους λόγους
Σημειώσεις
επεξεργασία- ο όρος χρησιμοποιείται συνήθως στον πληθυντικό: παράπλευρες απώλειες
Μεταφράσεις
επεξεργασία παράπλευρη απώλεια