→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παράπλευρη απώλεια < παράπλευρη + απώλεια ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική collateral damage)

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

παράπλευρη απώλεια θηλυκό

  1. (στρατιωτικός όρος) ακούσιες και απροσχεδίαστες αλλά επιβλαβείς συνέπειες ή ανθρώπινες απώλειες που οφείλονται σε στρατιωτικές επιχειρήσεις ή εμπλοκές
  2. (κατ’ επέκταση) ακούσιες και απροσχεδίαστες αλλά επιβλαβείς συνέπειες ή ανθρώπινες απώλειες που οφείλονται σε διάφορους άλλους λόγους

Σημειώσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία