Ετυμολογία

επεξεργασία
απώλειες < πληθυντικός αριθμός του απώλεια

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

απώλειες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

  1. στερήσεις
  2. χασίματα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία