Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

απώλειες < πληθυντικός αριθμός του απώλεια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απώλειες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

  1. στερήσεις
  2. χασίματα

  Μεταφράσεις επεξεργασία