Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παλιμπαιδίζω < ελληνιστική κοινή παλίμπαις, παλιμπαιδ- (< (αρχαία ελληνική πάλιν) παλιμ- + παιδ- παῖς) + -ίζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.lim.beˈði.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐λι‐μπαι‐δί‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

παλιμπαιδίζω, πρτ.: παλιμπαίδιζα, ελλειπτικό ρήμα συνήθως στο ενεστωτικό θέμα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις πάλι και παιδί

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • παλιμπαιδίζωΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)