παιζογελάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παιζογελάω < παιζογελ(ώ) + -άω παίζ(ω) + -ο- + γελώ[1] (παρατακτικό σύνθετο)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pe.zo.ʝeˈla.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παι‐ζο‐γε‐λά‐ω
Ρήμα
επεξεργασίαπαιζογελάω/παιζογελώ, αόρ.: παιζογέλασα (χωρίς παθητική φωνή)
- (λαϊκότροπο) παίζω γελώντας
- ειρωνεύομαι, κοροϊδεύω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παιζογελάω - παιζογελώ | παιζογελούσα | θα παιζογελάω - παιζογελώ | να παιζογελάω - παιζογελώ | παιζογελώντας | |
β' ενικ. | παιζογελάς | παιζογελούσες | θα παιζογελάς | να παιζογελάς | παιζογέλα - παιζογέλαγε | |
γ' ενικ. | παιζογελάει - παιζογελά | παιζογελούσε | θα παιζογελάει - παιζογελά | να παιζογελάει - παιζογελά | ||
α' πληθ. | παιζογελάμε - παιζογελούμε | παιζογελούσαμε | θα παιζογελάμε - παιζογελούμε | να παιζογελάμε - παιζογελούμε | ||
β' πληθ. | παιζογελάτε | παιζογελούσατε | θα παιζογελάτε | να παιζογελάτε | παιζογελάτε | |
γ' πληθ. | παιζογελάν(ε) - παιζογελούν(ε) | παιζογελούσαν(ε) | θα παιζογελάν(ε) - παιζογελούν(ε) | να παιζογελάν(ε) - παιζογελούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παιζογέλησα | θα παιζογελήσω | να παιζογελήσω | παιζογελήσει | ||
β' ενικ. | παιζογέλησες | θα παιζογελήσεις | να παιζογελήσεις | παιζογέλα - παιζογέλησε | ||
γ' ενικ. | παιζογέλησε | θα παιζογελήσει | να παιζογελήσει | |||
α' πληθ. | παιζογελήσαμε | θα παιζογελήσουμε | να παιζογελήσουμε | |||
β' πληθ. | παιζογελήσατε | θα παιζογελήσετε | να παιζογελήσετε | παιζογελήστε | ||
γ' πληθ. | παιζογέλησαν παιζογελήσαν(ε) |
θα παιζογελήσουν(ε) | να παιζογελήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παιζογελήσει | είχα παιζογελήσει | θα έχω παιζογελήσει | να έχω παιζογελήσει | ||
β' ενικ. | έχεις παιζογελήσει | είχες παιζογελήσει | θα έχεις παιζογελήσει | να έχεις παιζογελήσει | ||
γ' ενικ. | έχει παιζογελήσει | είχε παιζογελήσει | θα έχει παιζογελήσει | να έχει παιζογελήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε παιζογελήσει | είχαμε παιζογελήσει | θα έχουμε παιζογελήσει | να έχουμε παιζογελήσει | ||
β' πληθ. | έχετε παιζογελήσει | είχατε παιζογελήσει | θα έχετε παιζογελήσει | να έχετε παιζογελήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν παιζογελήσει | είχαν παιζογελήσει | θα έχουν παιζογελήσει | να έχουν παιζογελήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία παίζω και γελάω
|
κοροϊδεύω
→ δείτε τη λέξη ειρωνεύομαι |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ παιζογελάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- Όροι με παιζογελ- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)