παγκρατεῖ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία- παγκρατεῖ
- δοτική ενικού, αρσενικού, θηλυκού ή ουδέτερου γένους του παγκρατής
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική δυϊκού, αρσενικού, θηλυκού ή ουδέτερου γένους του παγκρατής