οἰακίζων
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαοἰακίζων, -ουσα, -ον
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος οἰακίζω
- (με τη σημασία) (μεταφορικά) κυβερνώ, καθοδηγώ, διευθύνω
- ※ 4oς πκε αιώνας ⌘ Αριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 1172a
- μάλιστα γὰρ δοκεῖ συνῳκειῶσθαι τῷ γένει ἡμῶν, διὸ παιδεύουσι τοὺς νέους οἰακίζοντες ἡδονῇ καὶ λύπῃ·
- Γιατί κατά την κοινή αντίληψη [η ηδονή], περισσότερο αυτή από οτιδήποτε άλλο, είναι στενότατα δεμένη με τη φύση μας. Αυτός είναι και ο λόγος που μορφώνουμε τα παιδιά μας χρησιμοποιώντας ως πηδάλιο που να κυβερνάει το καράβι της ζωής τους την ηδονή και τη λύπη.
- Μετάφραση (2006), Δημήτριος Λυπουρλής @greek‑language.gr
- γιατί φαίνεται ότι [η ηδονή] κατ' εξοχήν είναι συνυφασμένη με τη φύση μας, γι' αυτό εκπαιδεύουν τους νέους καθοδηγώντας τους με την ηδονή και τη λύπη.
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- μάλιστα γὰρ δοκεῖ συνῳκειῶσθαι τῷ γένει ἡμῶν, διὸ παιδεύουσι τοὺς νέους οἰακίζοντες ἡδονῇ καὶ λύπῃ·
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας ⌘ Παλαιά Διαθήκη,Σοφία Σειράχ, 18.2-18.3, p. 23 κατά την Μετάφραση των Εβδομήκοντα @scaife.perseus
- κύριος μόνος δίκαιος καὶ οὐκ ἔστιν ἄλλος πλὴν αὐτοῦ, οἰακίζων τὸν κόσμον ἐν σπιθαμῇ χειρὸς αὐτοῦ
- ※ 2ος πκε αιώνας ⌘ Πολύβιος, Ἱστορίαι, 3.43.4 @scaife.perseus
- κατὰ δὲ τὰς πρύμνας τῶν λέμβων ἐφέλκειν διενοοῦντο τοὺς ἵππους νέοντας, τρεῖς ἅμα καὶ τέτταρας τοῖς ἀγωγεῦσιν ἑνὸς ἀνδρὸς ἐξ ἑκατέρου τοῦ μέρους τῆς πρύμνης οἰακίζοντος, ὥστε πλῆθος ἱκανὸν ἵππων συνδιακομίζεσθαι κατὰ τὴν πρώτην εὐθέως διάβασιν.
- ※ 4oς πκε αιώνας ⌘ Αριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 1172a
Πηγές
επεξεργασία- οἰακίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- οἰακίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ΜΟΡΦΩ@ΛΟΓΕΙΟΝ
- μορφολογία@perseus.tufts.edu