Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεσαβουρώνω < ξε- + σαβουρώνω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kse.sa.vuˈɾo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξε‐σα‐βου‐ρώ‐νω

  Ρήμα επεξεργασία

ξεσαβουρώνω, αόρ.: ξεσαβούρωσα, παθ.φωνή: ξεσαβουρώνομαι, π.αόρ.: ξεσαβουρώθηκα, μτχ.π.π.: ξεσαβουρωμένος[1][2]

  1. αφαιρώ τη σαβούρα
  2. (μεταφορικά) αφαιρώ κάτι το περιττό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη σαβούρα

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Η παθητική φωνή, ξεσαβουρώνομαι - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
  2. Η παθητική μετοχή, στο «ξεσαβουρώνω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)