Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεκουμπίζομαι < μεσαιωνική ελληνική ξεκουμπίζω < ίσως από ξε- και ἀκουμπῶ ίσως από το ἐξεκόμισα, τον αόριστο του ἐκκομίζω

ξεκουμπίζομαι

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία