νότια σότο άκλιτο, θηλυκό, μόνο στον ενικό ή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
νότια σότο
- αγγλικά : Southern Sotho (en), Sotho (en), Sesotho (en)
- αφρικάανς : Suid-Sotho (af), Suid-Soeto (af), Sotho (af), Soeto (af)
- βένδα : suthu, suthu
- βρετονικά : sothoeg ar su (br), sothoeg (br)
- γαλλικά : sotho du Sud (fr), sotho (fr)
- γερμανικά : Südsotho (de), Sotho (de)
- ζουλού : Suthu (zu)
- ισλανδικά : suður-sótó (is)
- ισπανικά : sotho (es), sotho surteño (es)
- ιταλικά : sotho (it), sesotho (it), sotho del sud (it)
- κόσα : Sotho
- νότια νδεμπέλε : Suthu
- ολλανδικά : Zuidelijk Sotho (nl), Sotho (nl)
- ρωσικά : южный сото (ru) (γιόυζνι σότο), сото (ru) (σότο)
- σότο (βόρεια) : sotho
- νότια σότο : sotho (st)
- σουάζι : Sutfu (ss)
- τσόνγκα : suthu (ts)
- τσουάνα : sotho (tn)
|