Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ντοκιμαντέρ < (λόγιο δάνειο) γαλλική documentaire[1] < document +‎ -aire < → δείτε  λατινικά documentum

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ντοκιμαντέρ ουδέτερο άκλιτο (& λαϊκός πληθυντικός τα ντοκιμαντέρια)

Άλλες γραφές επεξεργασία

παλιές γραφές, μη απλοποιημένες:

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία