ναπάλμ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ναπάλμ < αγγλική na(phtenate) + palm(itate)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαναπάλμ ουδέτερο άκλιτο
- βενζίνη που έχει στερεοποιηθεί χάρη σε άλας παλμιτικού νατρίου ή αλουμινίου, και χρησιμεύει στην κατασκευή εμπρηστικών βομβών