Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ναπάλμ < αγγλική na(phtenate) + palm(itate)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ναπάλμ ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία