napalmo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | napalmo | napalmoj |
αιτιατική | napalmon | napalmojn |
napalmo (eo)
- το ναπάλμ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | napalmo | napalmoj |
αιτιατική | napalmon | napalmojn |
napalmo (eo)