napalm
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- napalm < naphtenate + palmitate
Ουσιαστικό
επεξεργασίαnapalm (en)
- η βόμβα ναπάλμ
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- napalm < αγγλική naphtenate + palmitate
Ουσιαστικό
επεξεργασίαnapalm (fr) αρσενικό
- το ναπάλμ