ναΐπης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ναΐπης < (άμεσο δάνειο) τουρκική naib (κυβερνήτης, αντιβασιλέας) < αραβική
Ουσιαστικό επεξεργασία
ναΐπης αρσενικό
- (ιστορία, νομικός όρος, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία) (κατώτερος) δικαστής ιεροδικείου, βοηθός του καδή, με διετή θητεία