μπριγιόλ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπριγιόλ < γαλλική brillole[1] < briller < ιταλική brillare < λατινική beryllus < ελληνιστική κοινή βήρυλλος (αντιδάνειο) < σανσκριτική वैडूर्य (vaiḍūrya)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπριγιόλ ουδέτερο άκλιτο
- είδος μπριγιαντίνης, αρωματισμένο παραφινέλαιο για τα μαλλιά
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μπριγιόλ
- ↑ μπριγιόλ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας