Ετυμολογία

επεξεργασία
μπαγλαρώνω < (άμεσο δάνειο) τουρκική bağlamak

μπαγλαρώνω

  1. συλλαμβάνω, πιάνω, φυλακίζω, « τσιμπώ »
  2. (μεταφορικά) ξυλοκοπώ, δέρνω άγρια

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία