Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπαγλαρώνω < (άμεσο δάνειο) τουρκική bağlamak

  Ρήμα επεξεργασία

μπαγλαρώνω

  1. συλλαμβάνω, πιάνω, φυλακίζω, « τσιμπώ »
  2. (μεταφορικά) ξυλοκοπώ, δέρνω άγρια

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία