μου κάνει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Έκφραση επεξεργασία
μου κάνει
- μου ταιριάζει (σαν ρούχο)
- Εβαλα τρία κιλα και το καφέ παντελόνι δεν μου κάνει πια
- (μεταφορικά) μου ταιριάζει ως προσωπικότητα, ως συντροφιά
- κάποιοι μπορεί να τον θεωρούν βαρετό, αλλά εμένα μου κάνει
Μεταφράσεις επεξεργασία
μου κάνει
|