Ετυμολογία

επεξεργασία
μουλτεύω < μοῦλτ(ος) + -εύω

μουλτεύω

  1. (αμετάβατο) στασιάζω, επαναστατώ
    ※  10ος αιώνας Συμεών ο Μάγιστρος, Chronographia @catholiclibrary.org
    τῶν δὲ πραγμάτων οὕτως ἐχόντων προσκαλεῖται ὁ βασιλεὺς Εἰρηναῖον τὸν μάγιστρον, καὶ φησὶ πρὸς αὐτόν "συγχαίρω σοι, μάγιστρε, ὅτι ἡ Σικελία ἐμούλτευσεν." ὁ δὲ ἔφη "τοῦτο ξένον χαρᾶς ἐστί, δέσποτα." καὶ στραφεὶς πρός τινα τῶν μεγάλων ἔφη ἀρχὴ κακῶν γε πεσεῖται τῇ χθονί, ὅταν κατάρξῃ τῆς Βαβυλῶνος δράκων δύσγλωσσος ἄρδην καὶ φιλόχρυσος λίαν.
  2. (μεταβατικό) καταπιέζω, δυναστεύω
  3. (μεταβατικό) αρνούμαι, αντιδρώ

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Ρηματικοί τύποι

επεξεργασία