μοριακός τύπος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μοριακός τύπος < μοριακός + τύπος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική molecular formula ή (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική formule moléculaire)
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
μοριακός τύπος αρσενικό
- (χημεία) τρόπος να δειχθεί με τη χρήση λατινικών γραμμάτων και αριθμών πόσα και ποια άτομα υπάρχουν σε ένα μόριο μιας χημικής ουσίας
- ↪ Το νερό έχει μοριακό τύπο H₂O.
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μοριακός τύπος