μολεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαμολεύω, αόρ.: μόλεψα, παθ.φωνή: μολεύομαι, π.αόρ.: μολεύτηκα, μτχ.π.π.: μολεμένος
- (δημοτική, λαϊκότροπο) μολύνω
- μεταδίδω έναν ιό σε κάποιον
- (γενικότερα) διασπείρω μια μολυσματική ασθένεια
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μολεύω | μόλευα | θα μολεύω | να μολεύω | μολεύοντας | |
β' ενικ. | μολεύεις | μόλευες | θα μολεύεις | να μολεύεις | μόλευε | |
γ' ενικ. | μολεύει | μόλευε | θα μολεύει | να μολεύει | ||
α' πληθ. | μολεύουμε | μολεύαμε | θα μολεύουμε | να μολεύουμε | ||
β' πληθ. | μολεύετε | μολεύατε | θα μολεύετε | να μολεύετε | μολεύετε | |
γ' πληθ. | μολεύουν(ε) | μόλευαν μολεύαν(ε) |
θα μολεύουν(ε) | να μολεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μόλεψα | θα μολέψω | να μολέψω | μολέψει | ||
β' ενικ. | μόλεψες | θα μολέψεις | να μολέψεις | μόλεψε | ||
γ' ενικ. | μόλεψε | θα μολέψει | να μολέψει | |||
α' πληθ. | μολέψαμε | θα μολέψουμε | να μολέψουμε | |||
β' πληθ. | μολέψατε | θα μολέψετε | να μολέψετε | μολέψτε | ||
γ' πληθ. | μόλεψαν μολέψαν(ε) |
θα μολέψουν(ε) | να μολέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μολέψει | είχα μολέψει | θα έχω μολέψει | να έχω μολέψει | ||
β' ενικ. | έχεις μολέψει | είχες μολέψει | θα έχεις μολέψει | να έχεις μολέψει | ||
γ' ενικ. | έχει μολέψει | είχε μολέψει | θα έχει μολέψει | να έχει μολέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε μολέψει | είχαμε μολέψει | θα έχουμε μολέψει | να έχουμε μολέψει | ||
β' πληθ. | έχετε μολέψει | είχατε μολέψει | θα έχετε μολέψει | να έχετε μολέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν μολέψει | είχαν μολέψει | θα έχουν μολέψει | να έχουν μολέψει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μολεύομαι | μολευόμουν(α) | θα μολεύομαι | να μολεύομαι | ||
β' ενικ. | μολεύεσαι | μολευόσουν(α) | θα μολεύεσαι | να μολεύεσαι | ||
γ' ενικ. | μολεύεται | μολευόταν(ε) | θα μολεύεται | να μολεύεται | ||
α' πληθ. | μολευόμαστε | μολευόμαστε μολευόμασταν |
θα μολευόμαστε | να μολευόμαστε | ||
β' πληθ. | μολεύεστε | μολευόσαστε μολευόσασταν |
θα μολεύεστε | να μολεύεστε | (μολεύεστε) | |
γ' πληθ. | μολεύονται | μολεύονταν μολευόντουσαν |
θα μολεύονται | να μολεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μολεύτηκα | θα μολευτώ | να μολευτώ | μολευτεί | ||
β' ενικ. | μολεύτηκες | θα μολευτείς | να μολευτείς | μολέψου | ||
γ' ενικ. | μολεύτηκε | θα μολευτεί | να μολευτεί | |||
α' πληθ. | μολευτήκαμε | θα μολευτούμε | να μολευτούμε | |||
β' πληθ. | μολευτήκατε | θα μολευτείτε | να μολευτείτε | μολευτείτε | ||
γ' πληθ. | μολεύτηκαν μολευτήκαν(ε) |
θα μολευτούν(ε) | να μολευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω μολευτεί | είχα μολευτεί | θα έχω μολευτεί | να έχω μολευτεί | μολεμένος | |
β' ενικ. | έχεις μολευτεί | είχες μολευτεί | θα έχεις μολευτεί | να έχεις μολευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει μολευτεί | είχε μολευτεί | θα έχει μολευτεί | να έχει μολευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε μολευτεί | είχαμε μολευτεί | θα έχουμε μολευτεί | να έχουμε μολευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε μολευτεί | είχατε μολευτεί | θα έχετε μολευτεί | να έχετε μολευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν μολευτεί | είχαν μολευτεί | θα έχουν μολευτεί | να έχουν μολευτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι μολεμένος - είμαστε, είστε, είναι μολεμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν μολεμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν μολεμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι μολεμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι μολεμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι μολεμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι μολεμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία μολεύω
|
Πηγές
επεξεργασία- μολεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Ηλίας Ιω. Καμπανάς, Μονοτονικό λεξικό της δημοτικής: ορθογραφικό, ερμηνευτικό, ετυμολογικό (Αθήνα: Εκδοτικός Οργανισμός Καμπανά, 1990)