Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταμορφώνομαι < μέση-παθητική φωνή του ρήματος μεταμορφώνω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.ta.moɾˈfo.no.me/

  Ρήμα επεξεργασία

μεταμορφώνομαι, πρτ.: μεταμορφωνόμουν, στ.μέλλ.: θα μεταμορμοθώ, αόρ.: μεταμορφώθηκα, μτχ.π.π.: μεταμορφωμένος

  1. αλλάζω εξωτερική μορφή, αποκτώ μια μορφή τελείως διαφορετική από την προηγούμενη ή τη συνηθισμένη μου
    1. με μαγικό τρόπο
      η γριά μάγισσα μεταμορφώθηκε σε λιοντάρι
    2. για να υποδηλωθεί ριζική αλλαγή, εξωτερική ή/και εσωτερική
      ο δειλός και αδέξιος φοιτητάκος μεταμορφώθηκε σε έναν δυναμικό και γεμάτο αυτοπεποίθηση άντρα

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία