μεταγλωττιζόμενη γλώσσα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μεταγλωττιζόμενη γλώσσα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική compiled language. → δείτε τις λέξεις γλώσσα και μεταγλωττίζω

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

μεταγλωττιζόμενη γλώσσα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία