Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεθορμίζω < αρχαία ελληνική μεθορμίζω < μετά + ὁρμίζω < ὅρμος < εἴρω

  Ρήμα επεξεργασία

μεθορμίζω (παθητική φωνή: μεθορμίζομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία