μεθορμίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαμεθορμίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος μεθορμίζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μεθορμίζομαι | μεθορμιζόμουν(α) | θα μεθορμίζομαι | να μεθορμίζομαι | ||
β' ενικ. | μεθορμίζεσαι | μεθορμιζόσουν(α) | θα μεθορμίζεσαι | να μεθορμίζεσαι | (μεθορμίζου) | |
γ' ενικ. | μεθορμίζεται | μεθορμιζόταν(ε) | θα μεθορμίζεται | να μεθορμίζεται | ||
α' πληθ. | μεθορμιζόμαστε | μεθορμιζόμαστε μεθορμιζόμασταν |
θα μεθορμιζόμαστε | να μεθορμιζόμαστε | ||
β' πληθ. | μεθορμίζεστε | μεθορμιζόσαστε μεθορμιζόσασταν |
θα μεθορμίζεστε | να μεθορμίζεστε | (μεθορμίζεστε) | |
γ' πληθ. | μεθορμίζονται | μεθορμίζονταν μεθορμιζόντουσαν |
θα μεθορμίζονται | να μεθορμίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μεθορμίστηκα | θα μεθορμιστώ | να μεθορμιστώ | μεθορμιστεί | ||
β' ενικ. | μεθορμίστηκες | θα μεθορμιστείς | να μεθορμιστείς | μεθορμίσου | ||
γ' ενικ. | μεθορμίστηκε | θα μεθορμιστεί | να μεθορμιστεί | |||
α' πληθ. | μεθορμιστήκαμε | θα μεθορμιστούμε | να μεθορμιστούμε | |||
β' πληθ. | μεθορμιστήκατε | θα μεθορμιστείτε | να μεθορμιστείτε | μεθορμιστείτε | ||
γ' πληθ. | μεθορμίστηκαν μεθορμιστήκαν(ε) |
θα μεθορμιστούν(ε) | να μεθορμιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω μεθορμιστεί | είχα μεθορμιστεί | θα έχω μεθορμιστεί | να έχω μεθορμιστεί | μεθορμισμένος | |
β' ενικ. | έχεις μεθορμιστεί | είχες μεθορμιστεί | θα έχεις μεθορμιστεί | να έχεις μεθορμιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει μεθορμιστεί | είχε μεθορμιστεί | θα έχει μεθορμιστεί | να έχει μεθορμιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε μεθορμιστεί | είχαμε μεθορμιστεί | θα έχουμε μεθορμιστεί | να έχουμε μεθορμιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε μεθορμιστεί | είχατε μεθορμιστεί | θα έχετε μεθορμιστεί | να έχετε μεθορμιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν μεθορμιστεί | είχαν μεθορμιστεί | θα έχουν μεθορμιστεί | να έχουν μεθορμιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεθορμίζομαι
|