μαρμάρινο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /maɾˈma.ɾi.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μαρ‐μά‐ρι‐νο
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαμαρμάρινο αρσενικό ή ουδέτερο
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του μαρμάρινος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του μαρμάρινος