μάχαιραν έδωκας, μάχαιραν θα λάβης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μάχαιραν έδωκας, μάχαιραν θα λάβης < από μετάφραση «μάχαιραν ἔδωκας, μάχαιραν θὰ λάβῃς» της βιβλικής φράσεως πάντες γὰρ «οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρᾳ ἀπολοῦνται» (ή ἐν μαχαίρῃ) από το Εὐαγγέλιον τὸ κατὰ Ματθαῖον 26,52
Έκφραση
επεξεργασία
μάχαιραν έδωκας, μάχαιραν θα λάβης
- (λόγιο) για ανταπόδοση κακής πράξεως προς αντεκδίκηση αυτού που θίχτηκε πρώτος
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μάχαιραν έδωκας, μάχαιραν θα λάβης
|