Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

κάρμα < (άμεσο δάνειο) αγγλική karma < σανσκριτική कर्मन् (kárman, πράξη)[1]

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

κάρμα ουδέτερο άκλιτο

  1. (ινδουισμός, βουδισμός) η πεποίθηση ότι κάθε πράξη έχει και μια ανάλογη συνέπεια στο μέλλον (μια καλή πράξη ανταμείβεται, ενώ μια κακή πράξη τιμωρείται)
  2. (συνεκδοχικά) η μοίρα, το πεπρωμένο

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.