κάρμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κάρμα < (άμεσο δάνειο) αγγλική karma < σανσκριτική कर्मन् (kárman, πράξη)[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κάρμα ουδέτερο άκλιτο
- (ινδουισμός, βουδισμός) η πεποίθηση ότι κάθε πράξη έχει και μια ανάλογη συνέπεια στο μέλλον (μια καλή πράξη ανταμείβεται, ενώ μια κακή πράξη τιμωρείται)
- (συνεκδοχικά) η μοίρα, το πεπρωμένο
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία-
κάρμα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.