Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Tο δέντρο μάνγκο.
 
O καρπός μάνγκο.

  Ετυμολογία επεξεργασία

μάνγκο < (άμεσο δάνειο) αγγλική mango < πορτογαλική manga < ταμίλ மாங்காய் (māṅkāy)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈmaŋ.ɡo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μάν‐γκο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μάνγκο ουδέτερο άκλιτο

  • (φυτό) αειθαλές δέντρο (το είδος Mangifera indica) με μικρά άσπρα άνθη· κατάγεται από την Ινδία και παράγει το ομώνυμο φρούτο
  • (φρούτο) ο καρπός του παραπάνω δέντρου, σφαιρικός ή ωοειδής, με πράσινο ή κίτρινο έως κόκκινο χρώμα, που περιέχει ένα μεγάλο κουκούτσι

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία