κρητική διάλεκτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
κρητική διάλεκτος θηλυκό
- (γλωσσολογία, γλώσσα) νεοελληνική ποικιλία που μιλιέται στην Κρήτη με χαρακτηριστική έκφρασή της στις μαντινάδες. Οι ρίζες της, στα κείμενα της κρητικής λογοτεχνίας του ύστερου μεσαίωνα (συγγραφέων όπως ο Κορνάρος και ο Χορτάτσης)
- (γλωσσολογία, γλώσσα) αρχαία κρητική διάλεκτος, αυστηρή παραλλαγή δωρικής διαλέκτου. Χαρακτηριστικό της δείγμα, στην επιγραφή της Γόρτυνος (περίπου 450 πΚΕ)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Λέξεις της νεοελληνικής κρητικής διαλέκτου στο Βικιλεξικό
- Λέξεις της αρχαίας κρητικής διαλέκτου στο Βικιλεξικό