Ετυμολογία

επεξεργασία
κουλούκι < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κουλούκι ουδέτερο

  1. (ιδιωματικό, θηλαστικό ζώο) μικρός σκύλος, σκυλάκι
  2. τυφλός
  3. νόθο παιδί

Συγγενικά

επεξεργασία
  • Κασσωτάκης Μιχάλης, (2021), Το γλωσσικό ιδίωμα των κατοίκων του οροπεδίου Λασιθίου, Αθήνα: Έκδοση του Συνδέσμου Λασιθιωτών Ηρακλείου «ΤΟ ΟΡΟΠΕΔΙΟ», (αρχική έκδοση 2018) pdf σελ.405
  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κουλούκι < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κουλούκι ουδέτερο (και σήμερα σε χρήση ως ιδιωματικό)

  1. (θηλαστικό ζώο, για σκύλα ή αρκούδα) νεογνό, κουτάβι
    ※  12ος αιώνας Ανωνύμου, Διγενής Ακρίτης χφ Εσκοριάλ (15ος αιώνας), στίχ. 757 (755-757), @georgakas.lit.auth.gr, @archive.org
    Ἀλλὰ ὅνταν ἀπεσώσασιν εἰς τὰ ὄρη τὰ μεγάλα,
    δύο ἀρκούδια ἐπήδησαν ἀπόσω ἀπὸ τὸ δάσος,
    ἀρσενικὸν καὶ θηλυκόν, εἶχαν καὶ δύο κουλούκια.
    Στυλιανός Αλεξίου (επιμ.), Βασίλειος Διγενής Ακρίτης και τα άσματα του Αρμούρη και του Υιού του Ανδρονίκου [Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, ΠΟ 51], Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1995.
  2. (υβριστικό) ανόητος, απερίσκεπτος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία
  • κουλούκια (ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού)