κορινθιακά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
κορινθιακά < κορινθιακός + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
κορινθιακά
- με τον τρόπο ή τη γλωσσική ιδιαιτερότητα των Κορινθίων
Μεταφράσεις επεξεργασία
κορινθιακά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
κορινθιακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κορινθιακός