κομπλέξ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κομπλέξ < αγγλική complex < γερμανική Komplex < λατινική complexus < complector < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pleḱ- < *pel- (τυλίγω, καλύπτω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακομπλέξ ουδέτερο άκλιτο
- (σπάνιο) άλλη μορφή του κόμπλεξ
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κομπλέξ
|