Ετυμολογία

επεξεργασία
κομπλέξ < αγγλική complex < γερμανική Komplex < λατινική complexus < complector < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pleḱ- < *pel- (τυλίγω, καλύπτω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κομπλέξ ουδέτερο άκλιτο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία