Ετυμολογία

επεξεργασία
κομπέρ < (λόγιο δάνειο) γαλλική compère [1] < λατινική compater < pater

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /komˈbeɾ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐μπερ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κομπέρ αρσενικό άκλιτο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία