κομπέρ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /komˈbeɾ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐μπερ
Ουσιαστικό
επεξεργασίακομπέρ αρσενικό άκλιτο
- (επάγγελμα στο θέατρο, τηλεόραση κ.λπ.) που παρουσιάζει ό,τι θα ακολουθήσει ή παρουσιάζει κάποιο αστείο κ.ά.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πατέρας
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ κομπέρ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας