κονφερασιέ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κονφερασιέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική conférencier < conférence < λατινική confero < fero < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰer-
Ουσιαστικό
επεξεργασίακονφερασιέ αρσενικό άκλιτο
Μεταφράσεις
επεξεργασία κονφερασιέ
|