Δείτε επίσης: κολλάει

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κολάι < (άμεσο δάνειο) τουρκική kolay (εύκολος, απλός)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /koˈla.i/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κολάι ουδέτερο άκλιτο

Συνώνυμα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Παροιμίες επεξεργασία

  • «η καλή δουλειά με το κολάι γίνεται»

  Μεταφράσεις επεξεργασία