κολάι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κολάι < (άμεσο δάνειο) τουρκική kolay (εύκολος, απλός)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακολάι ουδέτερο άκλιτο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- έχω πάρει το κολάι: λόγω εμπειρίας έχω αποκτήσει την ικανότητα να κάνω μια εργασία ή έναν χειρισμό με ευκολία
- «κάνω κολάι»: φροντίζω ώστε να διευκολύνω κάτι
Παροιμίες
επεξεργασία- «η καλή δουλειά με το κολάι γίνεται»