Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κολλάει
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
κολάι
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
koˈla.i
/
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
κολλάει
γ
’
ενικό
οριστικής
ενεστώτα
του ρήματος
κολλώ
/
κολλάω