κλίνκερ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κλίνκερ < (άμεσο δάνειο) αγγλική clinker < ολλανδική klinkaerd < klinken < πρωτογερμανική *klinganą < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *glengʰ- (ήχος) < *gal(o)s- / *glōs- / *golH-so-
Ουσιαστικό
επεξεργασίακλίνκερ ουδέτερο άκλιτο