Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κεράσα < κεράσια (προφορά ceˈɾasça) + με αποβολή του ημιφώνου ανάμεσα σε [s] και φωνήεν (όπως διακόσια > διακόσα)

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

κεράσα ουδέτερο