κεράσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κεράσα < κεράσια (προφορά ceˈɾasça) + -α με αποβολή του ημιφώνου ανάμεσα σε [s] και φωνήεν (όπως διακόσια > διακόσα)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίακεράσα ουδέτερο
- (προφορικό, ιδιωματικό) άλλη μορφή του κεράσια: ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κεράσι
- ※ Κερασινού, αργά-γοργά εβγαίν'νε τα κεράσα (βλ. «Ο καλοκαίρτς», στο: Δημητρίου Κ. Παπαδόπουλου, «Έθιμα και δοξασίαι του χωρίου Σταυρίν», Αρχείον Πόντου 21 (1956), σ. 107)