Κερασινόν
Ποντιακά (pnt)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Κερασινόν < κεράσ(ι) + -ινός, κυριολεκτικά: ο μήνας που γίνονται τα κεράσα (κεράσια) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Κερασινόν αρσενικό
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
- Κερασινός
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- Κερασινός στην ποντιακή Βικιπαίδεια