κατεσπευσμένως
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατεσπευσμένως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κατεσπευσμένως < κατεσπευσμέν(ος), μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος grc (< κατά + σπεύδω) + -ως.
Επίρρημα
επεξεργασίακατεσπευσμένως
- (λόγιο) κατεσπευσμένα, με κατεσπευσμένο τρόπο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις εσπευσμένος και σπεύδω
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατεσπευσμένως
|
Πηγές
επεξεργασία- «κατεσπευσμένος» (& κατεσπευσμένα, -ως) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατεσπευσμένως (ελληνιστική κοινή) < μετοχή παθητικού παρακειμένου κατεσπευσμέν(ος) + -ως < αρχαία ελληνική κατασπεύδω
Επίρρημα
επεξεργασίακατεσπευσμένως
Πηγές
επεξεργασία- κατεσπευσμένως - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.