καρχηδονιακά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίακαρχηδονιακά < καρχηδονιακός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίακαρχηδονιακά
- με τον τρόπο των Καρχηδονίων
- η γλώσσα των Καρχηδονίων
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καρχηδονιακά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακαρχηδονιακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του καρχηδονιακός