καρποφόρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίακαρποφόρα < καρποφόρος + -α
Επίρρημα
επεξεργασίακαρποφόρα
- που καρποφορεί, με (πολλή) καρποφορία
Μεταφράσεις
επεξεργασία καρποφόρα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακαρποφόρα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του καρποφόρος