καρκανιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καρκανιάζω < κάρκανο + -ιάζω < μεσαιωνική ελληνική καρκάτζι[1] < ελληνιστική κοινή κάρκαρος (τραχύς)[2]
Ρήμα
επεξεργασίακαρκανιάζω
- (ιδιωματικό, παρωχημένο) (για ανθρώπους, φυτά κ.λπ.) είμαι πολύ διψασμένος, μου λείπει νερό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη καρκάτζι
Μεταφράσεις
επεξεργασία καρκανιάζω
|
Πηγές
επεξεργασία- καρκανιάζω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ καρκα(ν)τζάς - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- ↑ κάρκαρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.