Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η κανονιστική
      γενική της κανονιστικής
    αιτιατική την κανονιστική
     κλητική κανονιστική
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κανονιστική < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κανονιστική θηλυκό στον ενικό

  • οτιδήποτε ρυθμίζει και κανονίζει συστημικά-συστηματικά

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

κανονιστική

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία