Ετυμολογία

επεξεργασία

καμαρώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος καμαρώνω

καμαρώνομαι

  • υπερηφανεύομαι, θαυμάζω τον εαυτό μου
    ⮡  Ο Γιώργος όταν ήταν μικρός καμαρωνόταν επειδή ήθελε να δείξει στους υπόλοιπους συμμαθητές του πως ήταν ο καλύτερος.
    ⮡ Κώστα, σαν να μου φαίνεται πως πολύ μας καμαρώνεσαι τελευταία. Σε παρακαλώ να σταματήσεις επειδή δεν είσαι καλύτερος από μας τους άλλους.
    ※  Γιατί μου καμαρώνεσαι και κάνεις σαν πιπίνι;
    δός μου την ρεδιγκότα και βάλε την καπότα,
    και πάρε το τσαρούχι μου και δός μου το σκαρπίνι (Γεώργιος Σουρής, 1907)