καμαρώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίακαμαρώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος καμαρώνω
Ρήμα
επεξεργασίακαμαρώνομαι
- υπερηφανεύομαι, θαυμάζω τον εαυτό μου
- ⮡ Ο Γιώργος όταν ήταν μικρός καμαρωνόταν επειδή ήθελε να δείξει στους υπόλοιπους συμμαθητές του πως ήταν ο καλύτερος.
- ⮡ Κώστα, σαν να μου φαίνεται πως πολύ μας καμαρώνεσαι τελευταία. Σε παρακαλώ να σταματήσεις επειδή δεν είσαι καλύτερος από μας τους άλλους.
- ※ Γιατί μου καμαρώνεσαι και κάνεις σαν πιπίνι;
δός μου την ρεδιγκότα και βάλε την καπότα,
και πάρε το τσαρούχι μου και δός μου το σκαρπίνι (Γεώργιος Σουρής, 1907)
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καμαρώνομαι | καμαρωνόμουν(α) | θα καμαρώνομαι | να καμαρώνομαι | ||
β' ενικ. | καμαρώνεσαι | καμαρωνόσουν(α) | θα καμαρώνεσαι | να καμαρώνεσαι | (καμαρώνου) | |
γ' ενικ. | καμαρώνεται | καμαρωνόταν(ε) | θα καμαρώνεται | να καμαρώνεται | ||
α' πληθ. | καμαρωνόμαστε | καμαρωνόμαστε καμαρωνόμασταν |
θα καμαρωνόμαστε | να καμαρωνόμαστε | ||
β' πληθ. | καμαρώνεστε | καμαρωνόσαστε καμαρωνόσασταν |
θα καμαρώνεστε | να καμαρώνεστε | (καμαρώνεστε) | |
γ' πληθ. | καμαρώνονται | καμαρώνονταν καμαρωνόντουσαν |
θα καμαρώνονται | να καμαρώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καμαρώθηκα | θα καμαρωθώ | να καμαρωθώ | καμαρωθεί | ||
β' ενικ. | καμαρώθηκες | θα καμαρωθείς | να καμαρωθείς | καμαρώσου | ||
γ' ενικ. | καμαρώθηκε | θα καμαρωθεί | να καμαρωθεί | |||
α' πληθ. | καμαρωθήκαμε | θα καμαρωθούμε | να καμαρωθούμε | |||
β' πληθ. | καμαρωθήκατε | θα καμαρωθείτε | να καμαρωθείτε | καμαρωθείτε | ||
γ' πληθ. | καμαρώθηκαν καμαρωθήκαν(ε) |
θα καμαρωθούν(ε) | να καμαρωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω καμαρωθεί | είχα καμαρωθεί | θα έχω καμαρωθεί | να έχω καμαρωθεί | καμαρωμένος | |
β' ενικ. | έχεις καμαρωθεί | είχες καμαρωθεί | θα έχεις καμαρωθεί | να έχεις καμαρωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει καμαρωθεί | είχε καμαρωθεί | θα έχει καμαρωθεί | να έχει καμαρωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε καμαρωθεί | είχαμε καμαρωθεί | θα έχουμε καμαρωθεί | να έχουμε καμαρωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε καμαρωθεί | είχατε καμαρωθεί | θα έχετε καμαρωθεί | να έχετε καμαρωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν καμαρωθεί | είχαν καμαρωθεί | θα έχουν καμαρωθεί | να έχουν καμαρωθεί |